- όρτσα
- επιφών.1. ναυτ. παράγγελμα που χρησιμοποιείται στο ιστιοφόρο ναυτικό και σημαίνει τη στροφή τού πλοίου ώστε να αποκτήσει πορεία αντίθετη προς τη διεύθυνση τού ανέμου2. φρ. α) «όρτσα (α)λα μπάντα»ναυτ. πρόσαγε, δηλ. στρέψε την πλώρη προς τον άνεμο ή κάτω όλο το τιμόνι ώστε να γυρίσει το πλοίο και η προσήνεμη πλευρά του να γίνει υπήνεμηβ) «γυρίζω όρτσ'α λα μπάντα»ναυτ. στρέφω το πλοίο ανάπρωρα προς τον άνεμογ) «ούτε στα όρτσα έρχεται ούτε στα πόντζα μπαίνει»(για πρόσ.) είναι δύστροπος, ενοχλητικός και απείθαρχοςδ) «βαστώ όρτσα», «τραβώ ή πηγαίνω στα όρτσα»(ως επίρρ.) πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία3. φρ. «η όρτσα (α)λα μπάντα» — η στροφή προς τον άνεμο, η αναστροφή, η βόλτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. orza].
Dictionary of Greek. 2013.